ἕκαστος

ἕκαστος
ἕκαστος
each
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἑκαστοτέρω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc comp dual ἕκαστος each masc/neut gen comp sg (doric aeolic) ἑκάς afar comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc dual ἕκαστος each masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστων — ἕκαστος each fem gen pl ἕκαστος each masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστως — ἕκαστος each adverbial ἕκαστος each masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκαστον — ἕκαστος each masc acc sg ἕκαστος each neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταις — ἕκαστος each fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταισι — ἕκαστος each fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστη — ἕκαστος each fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”